- ἐγγυώμενος
- ἐγγυάωgivepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
опороучати — ОПОРОУЧА|ТИ (2*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Поручать: ѡпорѹчаѥть и не во||л˫ащѹ ѥмѹ свою власть. (ἐγχειρίζει) ЖФСт к. XII, 60–61. 2. Делать распоряжение: и себе на ѿхожениѥ. полага˫а бѣ. и како ѹбо си. семѹ ѿшедъшѹ поживѹть ѡпорѹчаѧ. имъже и ѡ наставлѥнии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πληρωτής — ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά 2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek